- ρίζωμα
- το / ῥίζωμα, ΝΜΑτο σύνολο τών ριζών δέντρου ή θάμνουνεοελλ.-μσν.το να ριζώνει, να στερεώνεται κάτι με ρίζες στη γή, το ριζοβόλημανεοελλ.βοτ. τύπος μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο οποίος αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του δρα ως παράγοντας αγενούς αναπαραγωγήςμσν.-αρχ.αρχικό στοιχείο (α. [για «τὸ πῡρ, τὸν αἰθέρα, τὴν γῆν καὶ τὸ ὕδωρ] τέσσαρα μὲν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε», Εμπεδ.β. «...ἀπεράντου εἶναι δύναμιν, ταύτην ῥίζωμα τῶν ὅλων εἶναι», Ιππόλ.)αρχ.μτφ. γενιά, καταγωγή («ῥίζωμ' ἀνεῑται, κάρτα δ' ἐστ' ἐγχώριος», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιζῶ / -ώνω. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. rhizome].
Dictionary of Greek. 2013.